από την Ειρήνη Νεοφύτου, Κλινικό Εμβρυολόγο
Τροποποιήθηκε στις 20 Νοέμβριος 2017, 9:34 πμ
Η μικρογονιμοποίηση (ICSI - Intracytoplasmic Sperm Injection) είναι μία μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που περιλαμβάνει την έγχυση ενός και μόνο σπερματοζωαρίου στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Είναι μία εξαιρετικά αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης τόσο της ανδρικής υπογονιμότητας (μικρός αριθμός σπερματοζωαρίων και χαμηλή κινητικότητα) όσο και των πολλαπλών αποτυχημένων προσπαθειών με κλασσική γονιμοποίηση. Η συγκεκριμένη τεχνική χρησιμοποιείται περίπου στο 50-70% των ζευγαριών που κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση. Η μέθοδος εφαρμόζεται διεθνώς με επιτυχία από το 1992 και μέχρι σήμερα χιλιάδες παιδιά έχουν γεννηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο.
Όπως συμβαίνει για κάθε νέα μέθοδο έτσι και η μικρογονιμοποίηση αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας με κύριο στόχο τον έλεγχο της υγείας των παιδιών που γεννιούνται μετά από τη χρήση της. Η συντριπτική πλειονότητα των μελετών καταδεικνύει ότι τα παιδιά που γεννιούνται μετά από μικρογονιμοποίηση δε διαφέρουν από τα παιδιά που γεννιούνται μετά από κλασσική γονιμοποίηση ή φυσική σύλληψη. Αν και η μέθοδος αυτή παρακάμπτει πολλαπλά στάδια της φυσικής διαδικασίας γονιμοποίησης, τα όποια προβλήματα παρουσιάζουν τα παιδιά που γεννιούνται μετά από μικρογονιμοποίηση οφείλονται στα προβλήματα του γενετικού υλικού των γονέων και όχι στη μέθοδο αυτή καθ΄ αυτή.
Σε ένα σημαντικό αριθμό ζευγαριών που απαιτείται ICSI υπάρχει πολύ χαμηλός αριθμός σπερματοζωαρίων στο σπέρμα, γεγονός που συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο μεταφοράς χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Η επιλογή σπερματοζωαρίων για το ICSI βασίζεται τυπικά σε χαρακτηριστικά κινητικότητας και μορφολογίας, χωρίς όμως πληροφορίες σχετικά με τη χρωμοσωμική κατάσταση. Σπερματοζωάρια με προφανώς φυσιολογική μορφολογία μπορεί να έχουν αριθμητικές ή δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες με κίνδυνο την εμφάνιση χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα έμβρυα που θα δημιουργηθούν και μπορεί να προκαλέσουν μεταλλάξεις μετά τη γονιμοποίηση αιτιολογώντας την εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών. Ενδεικτικά, η αυξημένη συχνότητα συγγενών ανωμαλιών της ουρογεννητικής οδού (υποσπαδία σε άνδρες - ατελής δημιουργία της ουρήθρας κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη) αποτελεί συνέπεια κληρονόμησης από τους πατέρες των απογόνων και όχι από τη μέθοδο της μικρογονιμοποίησης.
Επιστημονικές μελέτες σε μεγάλους αριθμούς παιδιών που έχουν γεννηθεί μετά από μικρογονιμοποίηση δεν διαπιστώνουν υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης τόσο αναπτυξιακής όσο και νοητικής υστέρησης σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν γεννηθεί μετά από φυσιολογική σύλληψη. Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία μελέτη η οποία έδειξε στατιστικά αυξημένη τάση υψηλότερου δείκτη ευφυΐας (IQ) και λεκτικής απόδοσης στα παιδιά από μικρογονιμοποίηση, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με διαφορές στο μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, σε σύγκριση με μία ομάδα παιδιών από αυτόματη σύλληψη.
Το γεγονός ότι πολύ συχνά μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση προκύπτουν πολύδυμες κυήσεις (αντίθετα με το γενικό πληθυσμό που είναι μόνο 1,5%), οδηγώντας σε πολλαπλές γεννήσεις, μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρης γέννησης, χαμηλό βάρος νεογνού και αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα. Προκύπτει λοιπόν ότι η πιθανή αναπτυξιακή και νοητική υστέρηση μπορεί να οφείλεται στην πρόωρη γέννηση των παιδιών και το μικρό βάρος γέννησης, χωρίς να επηρεάζεται από το αν τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν μετά από μικρογονιμοποίηση.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μέθοδος της μικρογονιμοποίησης από μόνη της δεν αποτελεί άμεσο αιτιολογικό παράγοντα προβλημάτων υγείας σε παιδιά που γεννιούνται μετά εξωσωματική γονιμοποίηση. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα προβλήματα υφίσταται πάντα καθώς δεν μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις για ένα απόλυτα υγιές μωρό. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για τα γόνιμα ζευγάρια.
Βιβλιογραφία
Εδώ μπορείτε να βρείτε ενδιαφέροντα άρθρα και ειδήσεις που αφορούν τόσο τη μονάδα μας όσο και την εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) γενικότερα.